- εντροπία
- η(φυσ.), μέτρο της αταξίας ενός συστήματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
ἐντροπίας — ἐντροπίᾱς , ἐντροπία twists fem acc pl ἐντροπίᾱς , ἐντροπία twists fem gen sg (attic doric aeolic) ἐντροπίᾱς , ἐντροπίας masc acc pl ἐντροπίᾱς , ἐντροπίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντροπίαν — ἐντροπίᾱν , ἐντροπία twists fem acc sg (attic doric aeolic) ἐντροπίᾱν , ἐντροπίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἐντροπίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντροπίην — ἐντροπία twists fem acc sg (epic ionic) ἐντροπίας masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντροπίῃσι — ἐντροπία twists fem dat pl (epic ionic) ἐντροπίας masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισεντροπικός — ή, ό φυσ. αυτός που έχει ίση εντροπία* με κάποιον άλλο όρος που αναφέρεται σε μεταβολή κατάστασης ενός θερμοδυναμικού συστήματος κατά τη διάρκεια τής οποίας η εντροπία τού συστήματος παραμένει σταθερή τέτοια μεταβολή είναι η αδιαβατική… … Dictionary of Greek
Νερνστ, Βάλτερ Χέρμαν — (Walther Hermann Nernst, Μπρίζεν Πρωσίας 1864 – Βερολίνο 1941). Γερμανός χημικός και φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης, του Γκρατς και του Βίρτσμπουργκ, διετέλεσε επιμελητής φυσικοχημείας στη Λειψία, εργάστηκε αργότερα στο… … Dictionary of Greek
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Entropy — This article is about entropy in thermodynamics. For entropy in information theory, see Entropy (information theory). For a comparison of entropy in information theory with entropy in thermodynamics, see Entropy in thermodynamics and information… … Wikipedia
Entropie — Der Begriff Entropie (griechisches Kunstwort εντροπία [entropía], von εν [en ] – ein , in und τροπή [tropē] – Wendung, Umwandlung) steht für: Mathematik Entropieschätzung, verschiedene Methoden zur statistischen Schätzung der Shannon Entropie auf … Deutsch Wikipedia